- φιλειδήμων
- φιλειδήμωνfond of learningmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλειδήμων — είδημον, Α 1. φιλομαθής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλείδημον η αγάπη για μάθηση, φιλομάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εἰδήμων «γνώστης, έμπειρος»] … Dictionary of Greek
φιλειδήμονα — φιλειδήμων fond of learning neut nom/voc/acc pl φιλειδήμων fond of learning masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek